ΙΣΤΟΡΙΑ – ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΣΤΡΟ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ

Στο λόφο πάνω από τη βοιωτική πρωτεύουσα, δεσπόζει το Μεσαιωνικό Κάστρο της πόλης. Μέσα στον καταπράσινο τοπίο, το κάστρο κρύβει όλη την ιστορία της περιοχής. Χτίστηκε το 12ο αιώνα από τους Καταλανούς που είχαν τον έλεγχο της περιοχής, μετά τη νίκη τους επί των Φράγκων.

Την περίοδο εκείνη αποτέλεσε ορμητήριο των Καταλανών στην περιοχή. Στο κάστρο υπάρχει ένας εξωτερικός περίβολος περιμετρικά του λόφου, που από τη μία πλευρά καταλήγει στο φαράγγι και ένας εσωτερικός περίβολος . Από τους επτά πύργους του κάστρου σώζονται σήμερα μόνο οι τρεις. Ο πιο ψηλός από τους πύργους λεγόταν «των τιμών», γιατί εκεί φαίνεται τελούσαν τις γιορτές και έδιναν όρκους πίστης οι υποτελείς.  Τον πύργο των τιμών τον συντροφεύει το διπλό εκκλησάκι της Αγίας Σοφίας, που το υπόγειό του σώζεται σαν κατακόμβη, βυζαντινό παλιότερο της Αγίας Βαρβάρας. Η υπόγεια αυτή εκκλησούλα χρησίμευε για δεξαμενή νερού.

Το κάστρο μαζί με το εκκλησάκι της Αγίας Σοφίας είχε για τους Καταλανούς μια άλλη ξεχωριστή σημασία. Φυλαγόταν εδώ η ιερή κάρα του Αγίου Γεωργίου, «κεφαλή προστάτης και μεσίτρια» των βασιλιάδων του Αραγωνικού οίκου. Μέρα νύχτα σιδερόφρακτοι βιγλάτορες και αρματωμένοι μ’ αστραφτερές α ασπίδες και μακριά κοντάρια ιππότες φύλαγαν , πίσω από τις βαριές καστρόπορτες άγρυπνοι το ιερό κειμήλιο. Δυο αποστολές στα 1354 και στα 1382 έστειλε ο ποιητής και θαυμαστής των ελληνικών αρχαιοτήτων, βασιλιάς της Αραγονίας ( Ισπανίας) Πέτρος ο Δ’ για να αποκτήσει την Κάρα. Υποσχέθηκε προνόμια, αλλά τελικά στάθηκε αδύνατο να την πάρει. Μετά την έξωση των Καταλανών από τη Λιβαδειά, κατέληξε η κάρα το 1393 στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην Παλαιοχώρα της Αίγινας και από εκεί με διαταγή της Βενετσιάνικης συγκλήτου, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Ματζόρε της Βενετίας.

Το κάστρο στα 1460 έπεσε στα χέρια του Μωάμεθ Β’ κι έμεινε σκλαβωμένο για 4 αιώνες στους Τούρκους. Το 1821 το Κάστρο της Λιβαδειάς ήταν το τρίτο κατά σειρά στην Ελλάδα, μετά την Καλαμάτα και τα Σάλωνα, που ύψωσε τη σημαία της επανάστασης. Μετά την Επανάσταση, το κάστρο είχε σημαντικές φθορές. Ο πύργος της Κρύας είχε καταστραφεί και μέρη των τειχών ήταν μισογκρεμισμένα. Έπειτα από εργασίες συντήρησης που πραγματοποιήθηκαν, ο πύργος και τα τείχη είναι πλέον αναστηλωμένα. Στο εσωτερικό του ανακατασκευάστηκαν τα πατώματα και οι σκάλες. Το κατώτερο σημείο αυτού του πύργου ήταν δεξαμενή που έπαιρνε νερό από το ποτάμι.

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΕΡΚΥΝΑΣ

Η φαντασία των αρχαίων προγόνων μας έπλασε ένα ποιητικό μύθο για τη γέννηση του ποταμού της Έρκυνας. Λέει ότι η Έρκυνα πριν γίνει ποτάμι ήταν μια όμορφη παρθένα κόρη, μια Νύμφη. Έπαιζε κοντά στην πατρική της κατοικία με την Περσεφόνη, κόρη της θεάς Δήμητρας, θεά της γεωργίας και κρατούσε στα χέρια της μια χήνα. Καθώς έτρεχαν χαρούμενες με γέλια και ξεφωνητά η χήνα ξέφυγε από τα χέρια της Έρκυνας και πέταξε σε μια γειτονική σπηλιά. Έτρεξε τότε η νύμφη Έρκυνα, μπήκε στη σπηλιά και μετακίνησε μια πέτρα, για να πιάσει τη χήνα, μα ευθύς ανάβλυσαν τα νερά ολόκληρου ποταμού, στον οποίο δόθηκε το όνομα Έρκυνα.

ΤΟ ΤΡΟΦΩΝΙΟ ΜΑΝΤΕΙΟ

Το Τροφώνιο Μαντείο βρισκόταν εντός του άλσους του Τροφωνίου, που ξεκινούσε από την αριστερή όχθη του ποταμού και έφτανε μέχρι το ναό του Διός Βασιλέως, που βρίσκεται στο λόφο του Προφήτη Ηλία. Η ακριβής θέση του Τροφώνιου Μαντείου δεν είναι γνωστή.

Το Τροφώνιο Μαντείο ήταν γνωστό στην αρχαιότητα και το επισκέπτονταν πιστοί από όλα τα μέρη του τότε γνωστού κόσμου για να ζητήσουν τη βοήθειά του. Όπως μας λέει ο Ηρόδοτος στο Μαντείο του Τροφωνίου ζήτησε χρησμό ο πάμπλουτος βασιλιάς Κροίσος, ο αρχηγός του περσικού στρατού Μαρδόνιος, ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος-Παύλος, κ.α. Το Μαντείο λειτουργούσε μέχρι την πλήρη εγκαθίδρυση του Χριστιανισμού και την απαγόρευση δια νόμου, από τον Θεοδόσιο Α’, των τελετουργιών, των αρχαίων θρησκειών και μυστηρίων.

Για την καταγωγή του Τροφώνιου υπάρχουν πολλοί μύθοι. Μια εκδοχή λέει ότι ήταν γιος του Απόλλωνα και της Επικάστης και αδελφός του Αγαμήδη. Άλλη εκδοχή του μύθου είναι ότι είναι γιος του Εργίνου, βασιλιά του Ορχομενού και της Ιοκάστης.

Ο Τροφώνιος και ο αδελφός του ο Αγαμήδης ήταν από τους καλύτερους αρχιτέκτονες. Σε αυτούς αποδίδουν την κατασκευή σημαντικών κτιρίων. Το σπίτι του Αμφιτρίωνα στην Θήβα, το ναό του Ποσειδώνα έξω από τη Μαντίνεια, το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, το θησαυρό του Αυγεία στην Ήλιδα, το θησαυρό του Υριέα, πόλη κοντά στην Αυλίδα, το ιερό του Απόλλωνα στις Παγασές και άλλα πολλά αξιόλογα έργα. Σύμφωνα με κάποιους τοπικούς μύθους όταν τα δυο αδέλφια κατασκεύασαν το κτίριο όπου αποθήκευε το θησαυρό του ο Υριέας, άφησαν σκόπιμα μια κρυφή είσοδο, μια άχτιστη πέτρα για να μπορούν να μπαίνουν κρυφά μέσα και να παίρνουν διάφορα κομμάτια από το κρυμμένο θησαυρό. Ο Υριέας αντιλήφθηκε ότι κάποιοι του έκλεβαν κρυφά το χρυσό του, έστησε παγίδα. Έβαλε πάνω από τα πιθάρια του με το χρυσό και το ασήμι ειδικά δόκανα που θα αιχμαλώτιζαν τον εισβολέα. Μπαίνοντας τα δυο αδέλφια το βράδυ στο κτίριο του Υριέα το δόκανο αιχμαλώτισε τον Αγαμήδη. Για να μην αναγνωριστεί ο Αγαμήδης ο Τροφώνιος του έκοψε το κεφάλι, το οποίο πήρε μαζί του και εξαφανίστηκε σε ένα χάσμα, το γνωστό βόθρο του Αγαμήδη στο άλσος της Λιβαδειάς. Από την περίοδο αυτή ο Τροφώνιος θεοποιήθηκε, ίδρυσε το γνωστό μαντείο με το όνομά του, του οποίου η φήμη ξεπέρασε τα όρια της Ελλάδας. Ένας άλλος μύθος λέει ότι όταν τα δυο αδέλφια έκτισαν το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, ζήτησαν από τον Απόλλωνα να πληρωθούν για την εργασία τους και να τους δώσει ό,τι καλύτερο αυτός θεωρούσε. Ο Απόλλωνας τους ζήτησε να περιμένουν επτά ημέρες για να τους πληρώσει και μέχρι τότε τα αδέλφια έπρεπε να τρώνε και να πίνουν. Ακολούθησαν τη συμβολή του θεού. Κουρασμένοι την έβδομη μέρα ξάπλωσαν και κοιμήθηκαν. Ποτέ τους όμως δεν ξύπνησαν, οι θεοί τους χάρισαν ένα ευτυχισμένο θάνατο. Ο Απόλλωνας για αμοιβή έδωσε στον Τροφώνιο μαντικές ικανότητες.

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΕΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΝΤΕΙΟΥ

Κάποτε μεγάλο κακό έπεσε στη Βοιωτία. Δύο χρόνια είχε να βρέξει και τα σπαρτά δεν φύτρωσαν και οι κάτοικοι υπέφεραν. Αποφάσισαν οι βοιωτικές πόλεις να στείλουν αντιπροσώπους στο μαντείο των Δελφών τους «θεωρούς» για να ζητήσουν βοήθεια από το θεό Απόλλωνα. Η Πυθία είπε ότι μόνο στο μαντείο του Τροφωνίου, στη Λιβαδειά θα μπορούσαν να πάρουν βοήθεια. Οι Βοιωτοί αντιπρόσωποι ακολούθησαν την πρόταση της Πυθίας, έφτασαν στη Λιβαδειά, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν το μαντείο του Τροφωνίου. Ψάχνουν παντού χωρίς αποτέλεσμα. Τότε ο γεροντότερος των «θεωρών», ο Σάων, από το Ακραίφνιο, παρατήρησε ένα σμήνος μελισσών και τότε φωτισμένος από υπερφυσική έμπνευση, αποφάσισε να το ακολουθήσει. Οι μέλισσες μπήκαν σε ένα σπήλαιο, μπήκε και ο Σάων μέσα και εκεί ανακάλυψε το ιερό και έναν ασπρομάλλη γέροντα που ήταν ο Τροφώνιος. Ο Σάων διδάσκεται από τον Τροφώνιο την ιερουργία, γίνεται έτσι ο πρώτος ιερέας, θυσιάζει και παίρνει τον σωτήριο χρησμό. Ο βοιωτικός ουρανός, χάρη στις υποδείξεις του μαντείου, γέμισε από σύννεφα και μια ευλογημένη βροχή πότισε με χοντρές ψιχάλες τη διψασμένη γη. Ξανάρθε η χαμένη ζωή, τα γεννήματα και τα άλλα αγαθά πλημμύρισαν και πάλι.

Η μορφή του Τροφώνιου Μαντείου
 
Ποια μορφή είχε το μαντείο; Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ως «στόμιον», ως «σπήλαιον», ως «υπόγειον οίκημα», και «μνήμα», δηλαδή το χαρακτηρίζουν σαν ένα υπόγειο τόπο, ένα τάφο. Ο Παυσανίας μας λέει ότι το μαντείο αποτελείται από δυο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι ο προθάλαμος, τον οποίο ονομάζει «χάσμα γης» και το δεύτερο είναι το κυρίως μαντείο, το οποίο αποκαλεί «άδυτον». Εξωτερικά το Τροφώνιο ιερό αποτελείται από ένα επίπεδο κυκλικό χώρο, υπερυψωμένο από το γύρο έδαφος, περίπου ένα μέτρο, καλυμμένο με λευκό μάρμαρο και με διαστάσεις όσο ένα μικρό αλώνι. Πάνω στη μαρμάρινη κυκλική επιφάνεια ήσαν καρφωμένα περιμετρικά χάλκινοι στύλοι, συνδεδεμένοι μεταξύ τους με χάλκινες επίσης ζώνες. Μεταξύ των στύλων υπήρχαν περάσματα που οδηγούσαν στο εσωτερικό του κύκλου. Μέσα στον περίβολο βρισκόταν ένα υπόγειο οικοδόμημα με θολωτή στέγη, που ήταν πιο ψηλή από την κυκλική επίπεδη επιφάνεια. Η εξωτερική όψη του μαντείου έδινε την όψη ενός «κριβάνου». Ο κρίβανος ήταν ένα αρχαίο σκεύος μαγειρικής, ένα φορητό φουρνάκι. Το μαντείο εξωτερικά παρουσίαζε την εικόνα μιας γάστρας. Το θολωτό υπόγειο οικοδόμημα, είχε διάμετρο δυο μέτρων και βάθος μικρότερο των τεσσάρων μέτρων και είναι ο προθάλαμος, τον οποίο Παυσανίας ονομάζει «χάσμα γης». Στο εσωτερικό του κτίσματος, στην βάση του τοίχου, υπήρχε ένα πολύ μικρό άνοιγμα, πλάτους μισού μέτρου και ύψους περίπου είκοσι πέντε εκατοστών. Ήταν το «ιερόν στόμιον» που χρησίμευε ως είσοδο του «αδύτου» Για το «άδυτον» κανείς δεν είπε τίποτε, γι’ αυτό και δεν υπάρχουν πληροφορίες πως ήταν ή τι διαστάσεις είχε. Πρέπει ο χώρος να ήταν μεγαλύτερος από τον προθάλαμο γιατί εκεί μέσα γίνονταν μυστηριακές τελετές. Το μαντείο του Τροφωνίου έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός μικρού θολωτού τάφου. Στο θολωτό κτίσμα, το «ιερόν στόμιο» οδηγεί στο «άδυτον», στη βάση του οικοδομήματος, που αντιστοιχεί στο «θάλαμο» των μυκηναϊκών τάφων. Ίσως σε αυτή τη θέση να ενταφιάστηκε ο Τροφώνιος, γι’ αυτό και το άντρο πήρε το όνομά του. Οι τάφοι ήσαν ιεροί και οι αρχαίοι, μετά τον ενταφιασμό, συνήθιζαν να προσφέρουν θυσίες στον νεκρό. Σε αυτή την περίπτωση, οι τιμές προς τον νεκρό Τροφώνιο, με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκαν σε ιεροπραξίες προς τον θεό.
 
 
Σχετικά με τον τρόπο, που γινόταν η χρησμοδότηση, ο περιηγητής Παυσανίας, που πέρασε απ’ εδώ γύρω στα 17 5μ.Χ., μας δίνει τις πιο πολλές πληροφορίες. Ο πιστός έπρεπε να κάνει δίαιτα και να παραμείνει μερικές μέρες στο ιερό του Αγαθού Δαίμονα και της Αγαθής Τύχης (ξενώνας). Καθημερινά έπρεπε να θυσιάζει σφάγια στον Τροφώνιο στα παιδιά του, Άλκανδρο και Έρκυνα, κι ακόμα στον Απόλλωνα, στον Κρόνο, στο Δία- Βασιλέα, στην ηνιόχη- Ήρα και στη Δήμητρα- Ευρώπη, που τη θεωρούσαν και τροφό του Τροφώνιου. Όταν τα σπλάχνα κάθε θυσίας φανέρωναν στον ιεροσκόπο, ότι ήταν ευπρόσδεκτος ο πιστός από τον Τροφώνιο, τότε προχωρούσε στις επόμενες διαδικασίες. Την τελευταία νύχτα της προπαρασκευής έπρεπε να θυσιάσει ένα μαύρο κριάρι στου Αγαμήδη τον Βόθρο, που ήταν και υπόγειο θυσιαστήριο. Αν και αυτή η θυσία ήταν ευπρόσδεκτη τότε οι ιερείς τον οδηγούσαν, τις προχωρημένες ώρες της νύχτας, στις πηγές της Έρκυνας Εκεί τον έλουζαν στα κρύα νερά της και τον άλειφαν με λάδι τον αρωμάτιζαν και τον θυμιάτιζαν δυο παιδιά της Λιβαδειάς, 13 περίπου χρόνων, που τα έλεγαν «Ερμές». Τα παιδιά ως οδηγοί σε μια υποχθόνια κάθοδο, που εδώ είναι η κάθοδος στον τάφο – μαντείο- τα παιδιά παίρνουν το όνομα του Ερμή του Ψυχοπομπού, του οδηγού των ψυχών στον Άδη. Μετά έδιναν στον πιστό να πιει νερό από την πηγή της Λήθης, για να λησμονήσει ότι τον απασχολούσε από τα εγκόσμια κι αμέσως μετά του έδιναν νερό από την πηγή Μνημοσύνη, για να θυμάται όσα θα έβλεπε ή θα άκουγε στο άδυτο. Σήμερα δεν γνωρίζουμε που βρίσκονται αυτές οι δυο πηγές. Μετά αφού τον έντυναν με λινό χιτώνα, ταινίες στη μέση και βοιωτικά σανδάλια στα πόδια, πήγαιναν τον πιστό, για να προσευχηθεί στου Τροφωνίου το ξόανο, που το είχε φιλοτεχνήσει ο Δαίδαλος και που μόνο οι μαντευόμενοι μπορούσαν να το δουν. Ο πιστός πλήρωνε τον πελανό, το αντίτιμο για να αγοράσει τις μελόπιτες ( κάτι σαν τηγανίτες). Το ιερατείο ήταν εκείνο που καθόριζε την τιμή της μελόπιτας ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του πιστού. Τις μελόπιτες τις κρατούσε για να τις προσφέρει στα φίδια που θα συναντούσε στο άδυτο για να μην «αδικηθεί», δηλαδή θα τις πρόσφερε ως τροφή στα φίδια για να μην τον ενοχλήσουν. Καθαρός στο σώμα κι εξαγνισμένος στο νου και τη ψυχή, μετά την ψυχρολουσία, τη δίαιτα και την προσευχή, προχωρούσε ο πιστός γεμάτος ελπίδες για το άντρο, όπου θα επικοινωνούσε με το θεό. Από την είσοδο του Μαντείου, ο πιστός, κατέβαινε με φορητή, στενή σκάλα σε ένα θολωτό, σαν φούρνο-σπήλαιο, κρατώντας στα χέρια του τις μελόπιτες, ξάπλωνε στο δάπεδο, έμπαζε τα πόδια του σε μια στενή τρύπα, που βρισκόταν στη βάση του τοίχου κι από εκεί, σαν από δίνη ορμητικού ποταμού, απορροφιόταν κι έφτανε αλαφιασμένος στο άδυτο. Στο άδυτο ο πιστός έβλεπε οράματα και άκουγε λόγια τρομερά, που σήμαιναν τις θελήσεις του θεού. Μετά οι ιερείς από την ίδια τρύπα και με τα πόδια προς τα επάνω τον επανέφερναν και τον κάθιζαν, αναίσθητο σχεδόν, μετά από αυτές τις δοκιμασίες, στο θρόνο της Μνημοσύνης, που δεν ήταν μακριά από το μαντείο. Αυτός έλεγε, όσα είδε και άκουσε, οι δε ιερείς τα συναρμολογούσαν κι έβγαζαν το χρησμό, τον οποίο και του το έδιναν γραμμένο σε πινακίδα. Λέγεται ότι όσα είδαν και άκουσαν μέσα στο άδυτο ήταν τόσο τρομερά, ώστε οι συγγενείς τους, που τους παραλάβαιναν στην έξοδο, υπέφεραν, να τους συνεφέρουν. Μερικοί μάλιστα από τους μαντευόμενους έμεναν μελαγχολικοί κι αγέλαστοι σ΄ όλη τους τη ζωή. Ένας εξ αυτών που είχε χάσει την ευθυμία του αναγκάστηκε να πάει στην Πυθία, στο Μαντείο των Δελφών για να θεραπευθεί.
 
 
Ο ναός του Διός βασιλέως Ο ναός του Δίας βρίσκεται στο λόφο του Προφήτη Ηλία. Ένα μέρος της κορυφής του λόφου είχε ισοπεδωθεί στην αρχαιότητα για το ναό του Δία. Ανατολικότερα της σημερινής εκκλησίας υπάρχει και άλλος ισοπεδωμένος χώρος, ίσως για άλλα ιερά. Τον καιρό του Παυσανία το κρηπίδωμα ήταν τελειωμένο και το δάπεδο ήταν στρωμένο με ογκώδεις πωρόλιθους. Ο ναός αυτός ήταν ημιτελής, όπως μας λέει ο Παυσανίας που τον επισκέφτηκε. Προς τιμή του Δία βασιλέα υπήρχε στη Λιβαδειά γιορτή με αγώνες ονομαζόμενη Βασίλεια, γνωστή και από επιγραφές, κατά την οποία υπήρχε πομπή με παρθένες κανηφόρες. Ο Πλούταρχο μας λέει ότι η παρθένος Αριστόκλεια, από την Αλίαρτο, είχε λουστεί στις πηγές της Έρκυνας προκειμένου να «κανηφορήσει τω Διί τω Βασιλέα». Οι κανηφόρες παρθένες ήταν οι παρθένες που είχαν στο κεφάλι τους ένα κάνιστρο – καλάθι που είχε μέσα διάφορα ιερά αντικείμενα για το τελετουργικό. Τα «Βασίλεια» ήταν Παμβοιωτικοί αγώνες και θεσπίστηκαν μετά τη νίκη των Θηβαίων κατά των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα το 371 π.Χ. Οι αγώνες καθιερώθηκαν επειδή πριν την έναρξη της μάχης ήλθε αγγελιοφόρος από τη Λιβαδειά φέρνοντας το χαρμόσυνο άγγελμα ότι το Μαντείο του Τροφωνίου προφήτευσε νίκη των Θηβαίων. Η γιορτή περιελάμβανε αγώνες γυμνικούς μουσικούς και ιππικούς.
 
 
Λαφύστιο Όρος
 
Σύμφωνα με τον Παυσανία στο Λαφύστιον όρος υπήρχε τέμενος του Λαφυστίου Διός με λίθινο άγαλμά του.. Κατά τη παράδοση ο Αθάμας εδώ επρόκειτο να θυσιάσει τα παιδιά του Φρίξο και Έλλη. Σήμερα θεωρείται ότι το τέμενος βρισκόταν στην περιοχή που αποκαλείται « Τροχοτός». Κοντά στο τέμενος βρισκόταν η είσοδος του Άδη, από την οποία ανέβηκε ο Ηρακλής φέρνοντας μαζί του τον Κέρβερο, το σκυλί του Άδη, εκτελώντας τον άθλο που του είχε ζητήσει ο Ευρυσθέας.
 
Η πιο πιθανή θέση της εισόδου του Άδη τοποθετείται στη περιοχή Πόντζα, στο μοναστήρι των Ταξιαρχών, στο δρόμο προς το χωριό Άγιο Γεώργιο. Το εκκλησάκι, σύμφωνα με τον σχολιαστή του Παυσανία αρχαιολόγο, Ν. Παπαχατζή, πρέπει να κατέχει τη θέση ενός αρχαίου ναΐσκου του Χάροπα. Το οποίο απέχει πολύ λίγα μέτρα από το πλούσιο κεφαλάρι – πηγή- που θα μπορούσε να θεωρηθείτε ως το στόμιο του Κάτω Κόσμου, από όπου βγήκε ο χάροψ Ηρακλής φέρνοντας μαζί του τον κέρβερο. Εδώ λάτρευαν τον χάροπα Ηρακλή. Αυτό μας το πιστοποιούν πολλές απελευθερωτικές επιγραφές που ήτα στημένες στο ιερό και που βρέθηκαν εντοιχισμένες στο μικρό και αρχαίο καθολικό ενός μοναστηριού της Αγίας Παρασκευής, μεταξύ Κορώνειας και Σωληναρίου. Οι απελευθερωτικές επιγραφές – επιγραφές που αναφέρονταν σε απελευθέρωση δούλων – ήταν συνηθισμένες στην Βοιωτία και το απελευθερωμένο πρόσωπο αφιερώνετε στον Ηρακλή χάροπα και δεν επιτρέπετε να το υποδουλώσει κανείς στο μέλλον. Η ιέρεια του Ηρακλή χάροπα εξουσιοδοτείτε να προστατεύει τα δίκαια των προσώπων αυτών, καθώς και όποιου άλλου πολίτη. Όποιος σκλαβώσει απελεύθερο χαρακτηρίζεται ιερόσυλος και ορίζεται χρηματικό πρόστιμο υπέρ του απελεύθερου. Η αφιέρωση γινόταν στον Ηρακλής χάροπα, γιατί όταν αυτός οργιζόταν ήταν θεός φοβερός. Ο Ηρακλή όμως αφού κατέβηκε στον Άδη και έφερε τον Κέρβερο μπορούσε να εξευμενιστεί στο χαρόποιο του Λαφυστίου όρους, και να συμπαρασταθεί σε κάθε άνθρωπο, είχε γίνει αλεξίκακος θεός και έδιωχνε το κακό.
 
 
Ακολουθώντας τα χνάρια του Φρύξου και της Έλλης στο Λαφύστιον όρος Σύμφωνα με τον μύθο ο Αθάμας έιχε αποκτήσει δυο παιδιά, τον Φρίξο και την Έλλη, με την πρώτη του γυναίκα τη Νεφέλη, τα οποία όμως η δεύτερη γυναίκα του η Ινώ, κόρη του βασιλιά Κάδμου των Θηβών, τα μισούσε και ήθελα να τα εξοντώσει. Είχε αποκτήσει με τον Αθάμαντα δυο γιους το Λέαρχο και τον Μελικέρτη. Η Ινώ ήθελε πάση θυσία να βγάλει από τη μέση τα παιδιά της Νεφέλης για να κληρονομήσουν τον Αθάνατα τα δικά της παιδιά. Έφτασε στο σημείο να δώσει εντολή στις γυναίκες της Αθαμαντίδας, έτσι ονομαζόταν η περιοχή του Ορχομενού τότε, να βράσουν κρυφά το σιτάρι, να το στεγνώσουν στον ήλιο και όταν έρθει η ώρα της σποράς να το δώσουν στους άνδρες τους να το σπείρουν. Έτσι τη χρονιά εκείνη το στάρι δεν φύτρωσε, οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να θερίσουν και έπεσε μεγάλος πείνα. Πίστευαν Αθάμας και οι κάτοικοι, πως οι θεοί είχαν θυμώσει μαζί τους και τους τιμωρούσαν. Έτρεχαν στα μαντεία να ρωτήσουν τι να κάνουν, για να μαλακώσουν την οργή των θεών. Ο Αθάμας έστειλε τους ανθρώπους του να συμβουλευτούν την Πυθία στους Δελφούς τι θα έπρεπε να κάνει. Αυτό το εκμεταλλεύτηκε η Ινώ και έδωσε δώρα στους αγγελιοφόρους και τους διέταξε να πουν ψέματα στον Αθάμαντα, πως η Πυθία μάντεψε ότι οι θεοί απαιτούν τη θυσία του Φρίξου για να μην πεινάσει οι κάτοικοι του βασιλείου του. Ο Αθάμας συγκλονισμένος κλείστηκε στο παλάτι και σκεφτόταν αν θα έπρεπε να θυσιάσει τα αγαπημένα του παιδιά, Φρίξο και Έλλη. Με πόνο ψυχής ο Αθάμας, σκεπτόμενος το καλό των υπηκόων του πήρε την απόφαση του, να θυσιάσει το αγαπημένο του παιδί. Το τραγικό μαντάτο μαθεύτηκε γρήγορα στο βασίλειο κι όλοι οι κάτοικοι με πόνο στην καρδιά και κλάματα στα μάτια πήραν το δρόμο από τα μονοπάτια για ν’ ανεβούν γρήγορα στο Λαφύστιο όρος. Ταυτόχρονα και από το παλάτι ξεκίνησε και η βασιλική πομπή για τον τόπο της θυσίας. Όταν έφτασαν στο βωμό, οι ιερείς έβαλαν από ένα άσπρο σεντόνι μανδύα στον Φρίξο και την Έλλη και τα οδήγησαν στο θυσιαστήριο. Ξαφνικά μέσα από τα σύννεφα ξεπρόβαλε ένα χρυσόμαλλο κριάρι, σταλμένο από τη μητέρα τους Νεφέλη, κι όρμισε στην κυριολεξία προς το μέρος των παιδιών, ενώ ένα αόρατο χέρι άρπαξε το Φρίξο και την Έλλη και τους έβαλε πάνω στο κριάρι, που άρχισε, πετώντας με τα παιδιά επάνω, να χάνεται στον ουρανό. Ο Φρίξος αγωνιούσε για την αδελφή του και συνεχώς τη συμβούλευε και της έλεγε να προσέχει. Όμως η Έλλη δεν άκουσε τις συμβουλές ζαλίστηκε και έπεσε και πνίγηκε στη θάλασσα, που από τότε ονομάστηκε Ελλήσποντος. Ο Φρίξος συνέχισε το ταξίδι του πικραμένος για το χαμό της αδελφής του, ώσπου έφτασε στην Κολχίδα. Εκεί ο βασιλιάς Αιήτης τον καλοδέχτηκε. Ως αντάλλαγμα για τη σωτηρία του ο Φρίξος θυσίασε κριάρι στο Δία και χάρισε το χρυσόμαλλο δέρμα στο βασιλιά της Κολχίδας. Ο Αιήτης το κρέμασε σε μια βελανιδιά, στο ιερό δάσος των θεών, και έβαλε πύρινους ταύρους κι ένα ακοίμητο δράκο να το φυλάνε. Γι΄ αυτό το δέρμα αργότερα έγινε η περίφημη Αργοναυτική εκστρατεία Ο Φρίξος στη συνέχεια παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Αιήτη Χαλκιόπη. Πίσω στον Ορχομενό η Ήρα οργισμένη με τον Αθάμαντα γι’ αυτά που συνέβησαν στα παιδιά της Νεφέλης τρελαίνει τον Αθάμαντα.. Ο τρελός Αθάμαντας τοξεύει και σκοτώνει το γιο του Λέαρχο γιατί τον πέρασε ελάφι. Τρομαγμένη η Ινώ αρπάζει το Μελικέρτη και φεύγει για να τον σώσει. Στο φευγιό της πολλά βάσανα συνάντησε με αποτέλεσμα να πέσει στη θάλασσα, μαζί με το γιο της, στις Σκυρωνίδες πέτρες, στον Ισθμό, για να πνιγεί. Η Ινώ πνίγεται και από τότε με το όνομα Λευκοθέα γίνεται προστάτιδα των θαλασσοδαρμένων ναυτικών, ενώ ο γιος της σώθηκε γιατί πέφτοντας στη θάλασσα βρέθηκε στη πλάτη ενός δελφινιού και από τότε έγινε θαλάσσιος θεός με το όνομα Παλαίμων.
 
 

Σύνταξη κειμένου: Βασιλική Νιαβή – Εκπαιδευτικός

 

Κράτα το